- πελεκυφόρος
- πελεκυφόροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελεκυφόρος — ο / πελεκυφόρος, ον και πελεκοφόρος, ὁ και πελεκηφόρος, ὁ, ΝΜΑ οπλισμένος με πέλεκυ νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η πελεκυφόρος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + φόρος*. Ο νεοελλ. τ. πελεκυφόρα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. pelecyphora] … Dictionary of Greek
πελεκυφόροι — πελεκυφόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκυφόροις — πελεκυφόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκυφόρον — πελεκυφόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκυφόρους — πελεκυφόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκυφόρων — πελεκυφόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dane Axe — Replica Danish axe head, Petersen Type L or Type M, based on original from Tower of London The Dane Axe is an early type of battle axe, primarily used during the transition between the European Viking Age and early Middle Ages. Other names for… … Wikipedia
PARAMONARII — Villici fuêre sive actores possessionum, ex ex eorum genere, qui res Ecclesiasticas administrant: quamvis alias hi videantur appellari Adfeclae, Buccellarii, Satellites. Est enim Nicetae, παραμονὴ, πελεκυφόρος Βάρβαρος. Eorum meninit l. sancimus… … Hofmann J. Lexicon universale
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
πελεκηφόρος — ὁ, Μ βλ. πελεκυφόρος … Dictionary of Greek